- απο αέρος
- од воздух
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… … Dictionary of Greek
βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… … Dictionary of Greek
αεραπόβαση — η επιχείρηση από αέρος που εκτελείται από μονάδες στρατού και αεροπορίας και αποσκοπεί στη ρίψη υλικού συνήθως στα μετόπισθεν τού εχθρού … Dictionary of Greek
Μάλεμε — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 708 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στη δυτική ακτή του κόλπου των Χσνίων, 17 χλμ. δυτικά της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατανιά. Ιστορία. Στο στρατιωτικό… … Dictionary of Greek
αεροπρογεφύρωμα — Στρ. καθορισμένη περιοχή σε εχθρικό ή απειλούμενο έδαφος, η κατάληψη ή η διατήρηση τής οποίας εξασφαλίζει τη συνεχή από αέρος απόβαση τμημάτων και υλικού και παρέχει τον αναγκαίο χώρο ελιγμού για περαιτέρω επιχειρήσεις … Dictionary of Greek
αλεξιπτωτιστής — ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί αλεξίπτωτο. 2. Στρ. στρατιωτικός εφοδιασμένος με αλεξίπτωτο κι εκπαιδευμένος έτσι ώστε να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις από αέρος (αεραποβάσεις). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξίπτωτο. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
Δημητρίου — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο και πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι. 2. Απόστολος. Καταγόταν από την Αμβρακία και πολέμησε υπό τις διαταγές του Πανουργιά και του Δημητρίου … Dictionary of Greek
αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα … Dictionary of Greek